φιλοφρόνως

φιλοφρόνως
φιλοφρόνως adv. of φιλόφρων (Soph., Hdt. et al.; ins; BGU 1009, 3 [II B.C.]; 2 Macc 3:9; 4 Macc 8:5; EpArist 173; Jos., Ant. 11, 340, C. Ap. 2, 210) in a friendly manner, hospitably Ac 28:7 (Jos., Bell. 6, 115 φιλοφρόνως ἐδέξατο).—DELG s.v. φρήν II.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • φιλοφρόνως — ΝΜΑ επίρρ. βλ. φιλόφρων …   Dictionary of Greek

  • φιλοφρόνως — φιλόφρων kindly disposed adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • любомудренно — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  ,  (греч. φιλοφρόνως) ласково,… …   Словарь церковнославянского языка

  • ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] …   Dictionary of Greek

  • προσφιλοφρονούμαι — έομαι, Α φέρομαι φιλοφρόνως, ιδίως σε γυναίκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + φιλοφρονῶ «ευφραίνω, ευαρεστώ»] …   Dictionary of Greek

  • Αμμώνιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ακαδημαϊκός φιλόσοφος (1ος αι. μ.Χ.). Δίδαξε στην Αθήνα ως σχολάρχης της Ακαδημίας και είχε μαθητή τον Πλούταρχο, από τους Διαλόγους του οποίου είναι γνωστός. O Α. είναι o παλαιότερος εκπρόσωπος της… …   Dictionary of Greek

  • ԽՈՀԵՄԱՍԻՐԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0959 Chronological Sequence: Unknown date մ. ԽՈՀԵՄԱՍԻՐԱԲԱՐ ԽՈՀԵՄԱՍԻՐԱՊԷՍ. φιλοφρόνως . Խոհեմական սիրով ընտանեութեան. *Տեսայ զհամբակս եւ զերիտասարդ աղջկունս կաճառելով ընդ մի մեանս խոհամասիրաբար. Պղատ. օրին. ՟Ը: *Զինչ յեղանակաւ կաճառելով… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԽՈՀԵՄԱՍԻՐԱՊԷՍ — ( ) NBH 1 0959 Chronological Sequence: Unknown date մ. ԽՈՀԵՄԱՍԻՐԱԲԱՐ ԽՈՀԵՄԱՍԻՐԱՊԷՍ. φιλοφρόνως . Խոհեմական սիրով ընտանեութեան. *Տեսայ զհամբակս եւ զերիտասարդ աղջկունս կաճառելով ընդ մի մեանս խոհամասիրաբար. Պղատ. օրին. ՟Ը: *Զինչ յեղանակաւ կաճառելով… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”